- ασυνάρμοστος
- η , ο [ος , ον ] 1.1) см. απροσάρμοστος; 2) см. αταίριαστος; 2. (τό ) отсутствие логической последовательности, непоследовательность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυνάρμοστος — ἀσυνάρμοστος, ον (Α) [συναρμόζω] 1. ανάρμοστος, αταίριαστος 2. το ουδ. ως ουσ. «το ασυνάρμοστον» η ασυμφωνία, η δυσαρμονία … Dictionary of Greek
ἀσυνάρμοστον — ἀσυνάρμοστος unfitting masc/fem acc sg ἀσυνάρμοστος unfitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυναρμόστους — ἀσυνάρμοστος unfitting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνάρμοστα — ἀσυνάρμοστος unfitting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)